Δικαιώματα οφειλετών έναντι στη καταχρηστική συμπεριφορά των εισπρακτικών εταιρειών – Χρηματική Αποζημίωση
Καθημερινός εφιάλτης του μέσου οφειλέτη στην Ελλάδα, με άπειρες τηλεφωνικές κλήσεις και παρενοχλήσεις συνιστούν οι εισπρακτικές εταιρείες, οι οποίες αναλαμβάνουν για λογαριασμό των τραπεζών την είσπραξη των ληξιπρόθεσμων οφειλών.
Ποιο είναι όμως το νομικό καθεστώς που διέπει αυτές τις εταιρείες και τη δράση τους και τι δικαιώματα έχουν οι οφειλέτες απέναντι στη καταχρηστική συμπεριφορά που συχνά δέχονται; Με ποιο τρόπο μπορούν να τα διεκδικήσουν και να τα προασπίσουν, προκειμένου να αποζημιωθούν λόγω των παράνομων ενεργειών τις οποίες υφίστανται;
Τι είναι οι εισπρακτικές εταιρείες;
Οι εισπρακτικές εταιρείες αναφέρονται στο νόμο ως «Εταιρείες Ενημέρωσης οφειλετών για ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις». Είναι κεφαλαιουχικές εταιρίες που έχουν ως αποκλειστικό καταστατικό σκοπό την εξώδικη ενημέρωση οφειλετών για την ύπαρξη ληξιπρόθεσμων και απαιτητών χρηματικών οφειλών έναντι των δανειστών τους, ήτοι κατά κύριο λόγω των Τραπεζών. Οι εισπρακτικές εταιρείες, κατ’ εντολή των αναλαμβάνουν την επικοινωνία και ενημέρωση των οφειλετών πριν από τη διενέργεια δικαστικών πράξεων και το στάδιο έναρξης της αναγκαστικής εκτέλεσης, διαπραγματεύονται τον χρόνο, τον τρόπο και τους λοιπούς όρους αποπληρωμής. Η δράση τους πρέπει να διέπεται, σύμφωνα με τον νόμο, από τις αρχές της επαγγελματικής δεοντολογίας, της ευπρέπειας, της συναλλακτικής ευθύτητας, της ειλικρίνειας κατά την επικοινωνία, της διαφάνειας, του σεβασμού της προσωπικότητας, της ιδιωτικής ζωής, της υγείας, της ασφάλειας.
Τι σημαίνει όμως αυτό στην πράξη; Ποιες υποχρεώσεις φέρουν οι εισπρακτικές εταιρείες και πότε η συμπεριφορά τους κρίνεται καταχρηστική;
Οι εν λόγω εισπρακτικές εταιρείες συμβάλλονται με τους δανειστές με σκοπό την ενημέρωση των οφειλετών αναφορικά με τις ληξιπρόθεσμες οφειλές τους. Σε κάθε περίπτωση, απαγορεύεται από τις Τράπεζες η ανάθεση εντολής ενημέρωσης για την ίδια ληξιπρόθεσμη οφειλή σε περισσότερες πλην μίας εισπρακτικής εταιρείας.
Η τηλεφωνική επικοινωνία των εισπρακτικών εταιρειών με τον εκάστοτε οφειλέτη επιτρέπεται μετά την πάροδο δέκα τουλάχιστον ημερών από την ημερομηνία που η οφειλή κατέστη ληξιπρόθεσμη και μόνο από τις 9:00 το πρωί έως τις 20:00 το βράδυ από Δευτέρα έως Παρασκευή και με συχνότητα τηλεφωνικών κλήσεων όχι παραπάνω από μία ανά δύο μέρες.
Σε κάθε τηλεφωνική επικοινωνία των εκπροσώπων της εισπρακτικής εταιρείας με τον οφειλέτη, οι εταιρείες έχουν υποχρέωση να διαθέτουν εμφανή τον αριθμό προέλευσης κλήσης, να παρέχουν πλήρη και σαφή ενημέρωση στους οφειλέτες, τόσο για το ονοματεπώνυμο του καλούντος υπαλλήλου και την ιδιότητα του, όσο και για τον αριθμό Μητρώου της εταιρείας.
Η συχνότητα της τηλεφωνικής επικοινωνία της εισπρακτικής εταιρείας με τον οφειλέτη θα πρέπει να πραγματοποιείται εντός εύλογου χρόνου και σε καμία περίπτωση δεν δύναται να υπερβαίνει τη μια φορά ανά δύο ημέρες.
Απαγόρευση επίσης για τις εισπρακτικές εταιρείες συνιστά η αντιποίηση να με οποιονδήποτε τρόπο κατά την επικοινωνία τους με τους οφειλέτες της επωνυμίας ή του διακριτικού τίτλου των δανειστών – εντολέων τους. Ως διαφορετικές νομικές οντότητες από τις τράπεζες, οι οποίες υπόκεινται σε άλλο νομικό καθεστώς, ουδόλως επιτρέπεται να αναφέρουν στις τηλεφωνικές επικοινωνίες τους με τους οφειλέτες ότι καλούν πχ. από την «Χ.» Τράπεζα, ακριβώς επειδή δεν είναι εκπρόσωποι ή υπάλληλοι της εν λόγω τράπεζας αλλά διαφορετική εταιρεία, άσχετα αν συνεργάζονται με αυτήν.
Μεταξύ των απαγορεύσεων εμπίπτει και κάθε παραπλανητική πληροφόρηση του οφειλέτη αναφορικά με την εισπραξιμότητα της οφειλής, τα μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης (κατάσχεση, πλειστηριασμός) και οτιδήποτε άλλο αναφέρεται παραπλανητικά από τον αρμόδιο εκπρόσωπο με απώτερο σκοπό τηνκαι η άσκηση οποιασδήποτε μορφής ψυχολογικής πίεσης και γενικά οποιαδήποτε ενέργεια ικανή να προκαλέσει στον οφειλέτη αίσθημα φόβου ως προς την τύχη της περιουσίας του, της επαγγελματικής του πορείας, της ζωής ή της υγείας του. Επίσης, απαγορεύεται ο εκπρόσωπος της εισπρακτικής εταιρείας να επιδείξει κατά οποιονδήποτε τρόπο προσβλητική συμπεριφορά έναντι του οφειλέτη. Πέρα από τις αυτές καθ’ αυτές προσβλητικές ή υβριστικές εκφράσεις, στην απαγόρευση αυτή εντάσσεται και η ειρωνεία που πιθανώς επιδεικνύει ο εκπρόσωπος έναντι του οφειλέτη.
Υποχρέωση εκ του νόμου συνιστά για τις εισπρακτικές εταιρείες η τήρηση ηλεκτρονικού αρχείου όπου καταγράφονται τα στοιχεία όλων των τηλεφωνικών επικοινωνιών με τον οφειλέτη και ειδικότερα η ημερομηνία, η ώρα και η οφειλή για την οποία έγινε η επικοινωνία. Κρίσιμο είναι κατά την έναρξη της επικοινωνίας με τον οφειλέτη, ο τελευταίος να ενημερώνεται για την ηχογράφηση της συνομιλίας) των ανωτέρω στοιχείων και τη διάρκεια τήρησης τους, η οποία κατά κανόνα δεν υπερβαίνει τον ένα (1) χρόνο. Σκοπός της εν λόγω υποχρέωσης είναι η προστασία του οφειλέτη, ο οποίος σε περίπτωση δικαστικής διαμάχης ή μη δύναται να αιτηθεί την προσκόμιση στο Δικαστήριο ή την παραλαβή από τον ίδιο των εν λόγω ηχογραφημένων επικοινωνιών της εισπρακτικής εταιρείας μαζί του, η οποία υποχρεούται να του χορηγήσει τα σχετικά αντίγραφα εντός προθεσμίας δέκα (10) ημερών από την αίτησή του.
Επίσης ο οφειλέτης δύναται να αιτηθεί από τον πάροχο τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών με τον οποίο συμβάλλεται τη χορήγηση, χωρίς επιβάρυνση, εντός προθεσμίας δέκα (10) ημερών, αναλυτική κατάσταση από την οποία προκύπτουν οι εξερχόμενες κλήσεις καθώς και τα στοιχεία του συνδρομητή του αριθμού από τον οποίο πραγματοποιήθηκαν οι κλήσεις αυτές.
Τέλος, εφόσον ζητηθεί από τον οφειλέτη, οι εισπρακτικές εταιρείες υποχρεούνται να παρέχουν σε αυτόν εγγράφως τα πλήρη και ακριβή αναλυτικά στοιχεία για το ύψος και την προέλευση της ληξιπρόθεσμης οφειλής (κατά κεφάλαιο, τόκους, έξοδα και προσαυξήσεις) εντός δέκα (10) εργάσιμων ημερών από την πρώτη προφορική επικοινωνία. Η δυνατότητα αυτή του οφειλέτη είναι πολύ σημαντική και κρίνεται σκόπιμο οι οφειλέτες να προβαίνουν σε αυτή την αξίωση και να ζητούν να τους παρασχεθούν εγγράφως οι αναλυτικές οφειλές τους καθώς αυτομάτως αποκτούν ένα ισχυρό αποδεικτικό μέσο ότι η εν λόγω εισπρακτική εταιρεία έχει προβεί αποδεδειγμένα σε πλήρη και εκτενή ενημέρωσή ως προς τις οφειλές κι ως εκ τούτου είναι ευκολότερο για τον εκάστοτε οφειλέτη να επικαλεστεί και να αποδείξει πιθανή καταχρηστική πρακτική της εταιρείας να τον καλεί υπερβολικά πολλές φορές μέσα στην εβδομάδα.
Ποιες κυρώσεις προβλέπονται εκ του νόμου σε περίπτωση παραβίασης των υποχρεώσεων και απαγορεύσεων στις οποίες υπόκεινται οι εισπρακτικές εταιρείες;
Σε περίπτωση παραβίασης των ανωτέρω υποχρεώσεων/απαγορεύσεων από τις εισπρακτικές εταιρείες επιβάλλεται με απόφαση του αρμόδιου Υπουργού, σε βάρος της εισπρακτικής εταιρείας και της Τράπεζας με την οποία συνεργάζονται και οποίες φέρουν και τη σχετική ευθύνη, πρόστιμο το οποίο ανέρχεται από πέντε χιλιάδες ευρώ έως πεντακόσιες χιλιάδες ευρώ. Σε περίπτωση υποτροπής μάλιστα, το ανώτατο αυτό όριο προστίμου διπλασιάζεται και δύναται να ανέλθει έως το ένα εκατομμύριο ευρώ. Η επιβολή των ως άνω διοικητικών κυρώσεων είναι ανεξάρτητη από κάθε άλλη αστική, ποινική ή πειθαρχική κύρωση που τυχόν προβλέπεται σε βάρος των εταιρειών αυτών στην κείμενη νομοθεσία.
Υποχρεώσεις Τράπεζας
Η Τράπεζα με την οποία κάθε οφειλέτης – δανειολήπτης έχει συμβληθεί, θα πρέπει να έχει το αντισυμβαλλόμενο μέρος, ήτοι τον οφειλέτη ότι υφίσταται η δυνατότητα από μέρους της μεταβίβασης των προσωπικών στοιχείων του οφειλέτη σε οποιαδήποτε εισπρακτική εταιρεία, η οποία θα αναλάβει την ενημέρωση του οφειλέτη για τυχόν ληξιπρόθεσμες οφειλές. Σε περίπτωση κατά την οποία η Τράπεζα δεν προβεί στην ανωτέρω ενημέρωση και δεν αναφέρει ακριβείς πληροφορίες ως προς την εισπρακτική εταιρεία και τα δεδομένα του οφειλέτη τα οποία θα λάβει γνώση η εν λόγω εταιρεία για σκοπούς επικοινωνίας, υφίσταται ευθύνη της Τράπεζας έναντι του οφειλέτη δυνάμει της ισχύουσας νομοθεσίας και του Κανονισμό GDPR. Νομολογιακά επίσης, μια σειρά από δικαστικές αποφάσεις έχουν δικαιώσει οφειλέτες που προσέφυγαν στη Δικαιοσύνη κατά Τραπεζών και εισπρακτικών εταιρειών, αιτούμενοι χρηματικής αποζημίωσης για την παράνομη συμπεριφορά την οποία υπέστησαν δια των πιεστικών και καταχρηστικών τηλεφωνικών κλήσεων που δέχθηκαν. Προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης την οποία υπέστησαν οι οφειλέτες από τις παράνομες ενέργειες των εισπρακτικών εταιρειών με ευθύνη των Τραπεζών, οι δικαστικές αποφάσεις επιδικάζουν χρηματική αποζημίωση στους πολίτες, δικαιώνοντας τους κατά αυτόν τον τρόπο.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα συνιστά η υπ’ αριθμ. 1566/2017 απόφασγ του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών η οποία έκρινε ότι τα επανειλημμένα τηλεφωνήματα από εισπρακτικές εταιρείες προς οφειλέτες, υπερβαίνουν το επιβαλλόμενο μέτρο που οφείλεται στις συναλλαγές και επομένως προσβάλουν την προσωπικότητα των οφειλετών, οι οποίοι για τον λόγο αυτό δικαιούνται αποζημιώσεως, με το διατακτικό της εν λόγω απόφασης να επιδικάζει στον ενάγοντα-οφειλέτη ως αποζημίωση για αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης το ποσό των τριών χιλιάδων ευρώ.
Επίσης με την υπ’ αριθμ. 40/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων – οφειλέτης δέχθηκε τηλεφωνική όχληση από εκπρόσωπο εισπρακτικής εταιρίας, η οποία, μετά από επαλήθευση των προσωπικών δεδομένων του ενάγοντος, όπως αυτά της είχαν γνωστοποιηθεί από την Τράπεζα με την οποία είχε συμβληθεί ο οφειλέτης, τον ενημέρωσε σχετικά με το υπόλοιπο της οφειλής του προς την εναγόμενη τραπεζική εταιρία ζητώντας του να τακτοποιήσει άμεσα την οφειλή του. Επιπρόσθετα, αποδείχθηκε ότι εξαιτίας της διαρροής των προσωπικών του δεδομένων και της ανακοίνωσής τους, χωρίς προηγούμενη ενημέρωση του οφειλέτη, προξενήθηκε στον τελευταίο μεγάλη ψυχική αναστάτωση, θυμός και οργή. Οι προαναφερόμενες παράνομες και υπαίτιες πράξεις και παραλείψεις της εναγομένης (δια των προστιθέντων οργάνων της), προσέβαλαν την προσωπικότητα του ενάγοντος και του προκάλεσαν σημαντική ηθική βλάβη. Ενόψει, δε, του είδους του θιγόμενου αγαθού, του μεγέθους της προσβολής, των συνθηκών τέλεσης αυτής, του βαθμού υπαιτιότητας των οργάνων της εναγομένης, καθώς και της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διάδικων μερών, βάσει και της αρχής της αναλογικότητας δυνάμει του άρθρου 25 του Συντάγματος, η καταβλητέα χρηματική ικανοποίηση ορίσθηκε στο εύλογο ποσό των πέντε χιλιάδων οκτακοσίων εξήντα εννέα ευρώ.
Αντιστοίχως, με την υπ’ αριθμ. 415/2016 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών οφειλέτης, ο οποίος δεν γνώριζε ότι τα προσωπικά του δεδομένα θα διαβιβαστούν στη συγκεκριμένη εταιρεία ενημέρωσης οφειλετών (εισπρακτική εταιρεία), ούτε τους λοιπούς αποδέκτες κατά το όνομα, διεύθυνση και λοιπά στοιχεία εξατομίκευσης αυτών και των τυχόν εκπροσώπων, που θα έπρεπε (βάσει νόμου) να γνωρίζει, ούτε προηγήθηκε ειδική και ρητή συναίνεση του ενάγοντος – οφειλέτη, υποχρεώθηκε η εναγομένη – τραπεζική εταιρεία να καταβάλλει στον ενάγοντα το ποσό των πέντε χιλιάδων οκτακοσίων εξήντα εννέα ευρώ ως χρηματική αποζημίωση για την ηθική βλάβη την οποία υπέστη.
Με την υπ’ αριθμ. 12174/2018 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης κρίθηκε ότι υπήρξε αδικαιολόγητη αντιμετώπιση του ενάγοντος ως αφερέγγυου δανειολήπτη ενώ περαιτέρω έλαβαν χώρα πλήθος παράνομων και συνεχών τηλεφωνικών κλήσεων στον δανειολήπτη από τους εκπροσώπους της εισπρακτικής εταιρείας, στην οποία η Τράπεζα είχε αναθέσει την ενημέρωση των οφειλετών για καταβολή ληξιπρόθεσμων δόσεων. Οι παράνομες αυτές πράξεις προκάλεσαν στον ενάγοντα – οφειλέτη σημαντική ηθική βλάβη αφού λόγω των συνεχών, επίμονων και για μεγάλο χρονικό διάστημα τηλεφωνικών οχλήσεών του, δικαιολογημένα προκλήθηκε στον ίδιο έντονη ψυχική αναστάτωση και του δημιουργήθηκε η πεποίθηση ότι πράγματι η εναγομένη τραπεζική εταιρία πρόκειται να προβεί σε καταγγελία της ένδικης σύμβασης και αναγκαστική εκτέλεση της περιουσίας του. Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη αναγνωρίστηκε η υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στον ενάγοντα το χρηματικό ποσό των πέντε χιλιάδων ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.
Πλην των αστικών διαφορών, που έχουν κληθεί να επιλύσουν κατά καιρούς τα Πολιτικά Δικαστήρια, αρκετές είναι οι φορές που και ο κρατικός μηχανισμός έχει αναγκαστεί, μετά από καταγγελίες πολιτών, να επιβάλλει διοικητικές κυρώσεις στις ανωτέρω εταιρείες για τις αθέμιτες πρακτικές τους και την κατάφωρη παραβίαση του νόμου. Αρκεί να σημειωθεί ότι ήδη από το 2016 έως σήμερα, με πράξεις του αρμόδιου Υπουργού έχουν διαγραφεί περισσότερες από δεκαπέντε (15) εισπρακτικές εταιρείες από το «Μητρώο Εταιρειών Ενημέρωσης Οφειλετών για Ληξιπρόθεσμες Απαιτήσεις» κι ως εκ τούτου έπαψαν να έχουν την άδεια να λειτουργούν νομίμως στη χώρα, ενώ επίσης έχει επιβληθεί και αξιόλογος αριθμός χρηματικών προστίμων.
Τι πρέπει να κάνει ένας οφειλέτης προκειμένου να προασπίσει τα δικαιώματά του;
Αρχικά, ο οφειλέτης θα πρέπει να γνωρίζει τα νόμιμα δικαιώματά του τα οποία προβλέπονται δυνάμει του αυστηρού νομικού πλαισίου προστασίας από παράνομες συμπεριφορές των εισπρακτικών εταιρειών, με ευθύνη των τραπεζικών ιδρυμάτων.
Προκειμένου όμως ένας οφειλέτης να είναι σε θέση να εγείρει αξιώσεις δικαστικώς, θα πρέπει να έχει προνοήσει προκειμένου να έχει στη διάθεσή του όλα εκείνα τα στοιχεία που θα βοηθήσουν τις δικαστικές αρχές στην απονομή Δικαιοσύνης. Συνεπώς, κάθε οφειλέτης, όταν νομίζει ότι αδικείται και ζημιώνεται από την επαναλαμβανόμενη ενέργεια των εισπρακτικών εταιρειών θα πρέπει να είναι επαγρυπνισμένος εξαρχής και συγκεκριμένα:
Να καταγράφει την ημερομηνία της κλήσης, το ονοματεπώνυμο του υπαλλήλου με τον οποίο συνομίλησε, την εισπρακτική εταιρεία την οποία εκπροσωπεί, τον αριθμό μητρώου της εν λόγω εταιρείας, τον τηλεφωνικό αριθμός από τον οποίο έγινε η κλήση, την οφειλή για την οποία πραγματοποιήθηκε η κλήση, αν ενημερώθηκε από τον υπάλληλο ότι η κλήση τους καταγράφεται, αν ο υπάλληλος κατά την αρχή της τηλεφωνικής συνομιλίας έκανε ταυτοποίηση των στοιχείων του οφειλέτη για να επαληθεύσει ότι μιλάει με τον ίδιο, τον τρόπο με τον οποίο του μίλησε ο εκπρόσωπος, τι ακριβώς του ανέφερε, ποιες εκφράσεις χρησιμοποίησε και πόσο διήρκησε η κάθε κλήση.
Επίσης, όταν η συνομιλία γίνεται στο κινητό τηλέφωνο του οφειλέτη, προτείνεται η αποθήκευση της εικόνας κλήσης, με τη μέθοδο «print-screen» ή με κάθε άλλο πρόσφορο τρόπο, με τον οποίο να προκύπτουν τα στοιχεία των κλήσεων, όπως ο αριθμός που τον κάλεσε, η ημερομηνία που έγινε η κλήση και πόσο διήρκησε αυτή).
Δυστυχώς δεν έχει κριθεί ακόμα νομοθετικά και νομολογιακά, εάν ο περιορισμός που τίθεται αναφορικά με τις τηλεφωνικές κλήσεις που επιτρέπονται μέσα στη βδομάδα (δηλ. 1 ανά δύο ημέρες και μόνο εργάσιμες, από 9:00 το πρωί έως τις 20:00 το βράδυ), αφορά και τις αναπάντητες κλήσεις ή μόνο αυτές τις οποίες ο οφειλέτης απαντάει στο τηλεφώνημα και δέχεται να ακούσει την ενημέρωση από τον υπάλληλο της εταιρείας. Συνεπώς, για να είναι νομικά καλυμμένος, ο οφειλέτης καλό θα ήταν να αφήνει τον υπάλληλο να ολοκληρώσει την ενημέρωσή του (μέσα σε λογικά χρονικά πλαίσια πάντα όμως και χωρίς να γίνεται κατάχρηση του χρόνου του οφειλέτη) και να μην αφήνει αναπάντητες τις κλήσεις, ειδάλλως η εταιρεία δύναται να επικαλεσθεί ότι αφού δεν έγινε η ενημέρωση την συγκεκριμένη ημέρα, δίκαια καλούσε καθημερινά ή και περισσότερες από μία φορές την ημέρα (χωρίς ωστόσο, όπως προαναφέρθηκε, να μπορούμε να γνωρίζουμε με ακρίβεια το αν αυτός ο ισχυρισμός είναι νομικά ορθός ή όχι). Αντίθετα, αν ο αριθμός ο οποίος καλεί τον οφειλέτη είναι μη εμφανής στον τελευταίο (δηλ. με απόκρυψη), δεν υπάρχει κανένας λόγος να απαντηθεί η κλήση, ενώ αν οι πολίτες διαπιστώσουν ότι τέτοιες κλήσεις με απόκρυψη επαναλαμβάνονται, καλό θα ήταν να απευθυνθούν στον οικείο πάροχο τηλεφωνίας που έχουν ζητώντας να μάθουν ποιος τους καλεί και εν συνεχεία να απευθυνθούν στον εισαγγελέα.
Ένα άλλο επίσης ζήτημα που θα πρέπει να γνωρίζουν οι οφειλέτες είναι ότι έχουν δικαίωμα, εφόσον ενημερώσουν πρώτα τον συνομιλητή τους και αυτός συμφωνήσει, να ηχογραφούν επίσης τις τηλεφωνικές αυτές κλήσεις. Αυτό συμβαίνει διότι, πέραν των άλλων, θα ήταν παράλογο να μπορεί να ηχογραφεί τη συνομιλία μόνο ο ένας εκ των συνομιλητών, διότι αυτό αυτόματα θα προσέβαλε την ισότητα των όπλων ως προς την αξίωση δικαστικής προστασίας. ΠΡΟΣΟΧΗ! Η εν λόγω καταγραφή μπορεί να λάβει χώρα από τον οφειλέτη ΜΟΝΟ και ΕΦΟΣΟΝ ενημερωθεί πριν ο υπάλληλος και συναινέσει σε αυτό! Σε κάθε άλλη περίπτωση, ο οφειλέτης παρανομεί και μπορεί να βρεθεί προ πολύ δυσάρεστων εξελίξεων. Σχεδόν πάντα όμως, όσες φορές έχει ανακύψει το εν λόγω ζήτημα, οι υπάλληλοι αναφέρουν απλά ότι δεν συναινούν στην καταγραφή και η κλήση σταματά.
Επιπλέον, όπως αναφέρεται και ως άνω, δύναται ο εκάστοτε οφειλέτης να κάνει χρήση του δικαιώματός να αιτηθεί να παραλάβει γραπτά αναλυτική κατάσταση για την οφειλή για την οποία δέχεται την τηλεφωνική κλήση. Αυτό θα δώσει ακόμα μεγαλύτερη βαρύτητα στους ισχυρισμούς του περί καταχρηστικής συμπεριφοράς της εταιρείας, καθώς κάθε πολίτης ο οποίος έχει ήδη (και μάλιστα εκουσίως) ΕΝΗΜΕΡΩΘΕΙ από την τελευταία για τις ληξιπρόθεσμες οφειλές του, δεν έχει λόγο να ταλαιπωρείται καθημερινά από τηλεφωνήματα που του λένε το ίδιο και το ίδιο πράγμα κι ως εκ τούτου είναι ευκολότερο να διαπιστωθεί η παρανομία του καλούντος.
Σε κάθε περίπτωση, οι οφειλέτες που επιθυμούν να προστατεύσουν και να χρησιμοποιήσουν τα δικαιώματά τους και εν γένει τη νομική προστασία που τους παρέχει η έννομη τάξη, καλό θα ήταν να απευθυνθούν σε εξειδικευμένους δικηγόρους ούτως ώστε να τους κατευθύνουν σωστά και να αναλάβουν την υπεράσπισή τους ενώπιον πάσης αρμόδιας διοικητικής ή δικαστικής Αρχής.
Recent Comments